Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
πριμιτιβισμός — Με τον όρο αυτό ορίζεται συνήθως η τάση της μελέτης, μίμησης, ανακάλυψης ή επανεκτίμησης της τέχνης των πρωτόγονων. Ο όρος πρωτόγονος έχει ωστόσο πολλές σημασίες, οι κυριότερες από τις οποίες είναι οι ακόλουθες: πρωτόγονοι ή αλλιώς πριμιτίφ, όπως … Dictionary of Greek
Αζεντίν — Όνομα Σελτζούκων σουλτάνων. 1. Α. Α’ ή Κιλίτς Αρσλάν Β’ (12ος αι.). Ιδρυτής του σελτζουκικού κράτους του Ικονίου. Στην προσπάθειά του να επεκτείνει τα όριά του προς τα δυτικά, ήρθε σε σύγκρουση με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τον αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γιορκ, δούκας του- — (duke of York). Ένας από τους κυριότερους αγγλικούς τίτλους ευγενείας του 14ου και του 15ου αι. Τον έφεραν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Πρώτος κάτοχός του ήταν ο Εδμόνδος του Λάνγκλεϊ, γιος του Εδουάρδου Γ’. Από την εποχή των Στιούαρτ τον… … Dictionary of Greek
Εκατονταετής πόλεμος — Πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, που διήρκεσε από το 1337 έως το 1453, με περιόδους ανακωχής, ορισμένες από τις οποίες είχαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια. Είχε χαρακτήρα δυναστικό, εθνικό και οικονομικό. Ξέσπασε με τον θάνατο του Καρόλου Δ’ … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Ορλεάνη — (Orleans). Πόλη (102710 κάτ.) της βορειοκεντρικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Λουαρέ (6775 τ. χλμ.), Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Λίγηρα (Λουάρ), στη συμβολή της διώρυγας της Ορλεάνης. Ήταν πιθανότατα το Cenabum ή Genabum (Γήναβον) των… … Dictionary of Greek